Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κατέρωτα — κἀτέρωτα (Α) (αιολ. κράση τών λ. καὶ ἀτέρωτα) και άλλοτε … Dictionary of Greek
κἀτέρωτα — ἐτέρωτα , ἐτέρωτα aeolic (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)